Σ’έναν τόπο, άγνωστο σ’εμένα,
κάποιο πετράδι του Αιγαίου, κτίσμα, ονείρου φτιάξη, στέκει πάνω σε βράχια
χαμηλά και η θάλασσα νοτίζει το γερασμένο, μα συνάμα, δυνατό κορμί του. Είναι από
εκείνα που φτιάχνει το μεράκι και η μαστοριά όμορφων ανθρώπων. Ξάφνου, στ’όνειρό
μου ήρθε να με μαγέψει. Να μου δώσει την εικόνα της κάθε πέτρας που το’χει δημιουργήσει,
και που η καθεμία έχει να πεί και μία ιστορία μόχθου και έρωτα.
Ιστορίες, με αύρα θαλασσινή.
Και τα κατάφερε.
Ένιωσα τις στιγμές του να
περνούν μέσα μου και να με χαράσσουν. Ένιωσα τους ανθρώπους που έζησαν και
πέρασαν από’κεί. Τα παιδιά που έπαιξαν. Την κυρά που το φροντίζει. Τον κάθε
βράχο που στέριωσε μαζί του, που δάνεισε τις ρίζες του. Την αλμύρα που το
σκεπάζει και το κύμα που του χαϊδεύει το κορμί. Κάθισα στις πέτρες του και άφησα το δικό μου σώμα να μοιάσει σ’εκείνο.
Φρόντισα ν’αγγίξω απ’άκρη σ’άκρη την κάθε του λεπτομέρεια και να αφουγκραστώ τις δικές του ανάσες. Να
χωρέσω στην κάθε χαραμάδα του και να δώ με την δική του ματιά. Να ζήσω για
λίγο, όσα μπόρεσε ν’αντέξει στους αιώνες που μετρά. Να μετρήσω τις νύχτες μα
και τις μέρες του. Να δώ την δική του Ανατολή και την δική του Δύση. Τις
δυσκολίες που περνά μα και τις χαρές του. Ένιωσα την θάλασσα να με σκεπάζει και
η κάθε του στάλα να γίνεται αγιασμός για μένα. Έγινα πέτρα στη βροχή για να
κυλήσει απάνω μου κι έπειτα στέγνωσα στου ήλιου τις ακτίνες.
Σχεδόν... έγινα ένα.
Σχεδόν... το ερωτεύθηκα.
Καλύβι τ’ονόμασαν μα για μένα
αρκούν οι πέτρες του, το στοιχείο που το συντροφεύει και το κορίτσι που μυρίζει
θάλασσα.
Και αν ήταν να διαλέξω...
εκεί θα τέλειωνα... εκεί θα σκορπιζόμουν...